πολυτεχνίτης

πολυτεχνίτης
ο
θηλ. -ίτρα και -ίτισσα
1. αυτός που γνωρίζει πολλές τέχνες: Πολυτεχνίτης κι ερημοσπίτης (όποιος καταγίνεται με πολλά σε τίποτα δεν προκόβει, παροιμ.).
2. αυτός που γνωρίζει πολλούς τρόπους, που βρίσκει ή κάνει πολλά σχέδια, πολυμήχανος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πολυτεχνίτης — ο, θηλ. ίτισσα και ίτρα, Ν 1. αυτός που γνωρίζει ή ασκεί πολλές τέχνες, πολλά επαγγέλματα, ο πολύτεχνος 2. παροιμ. «πολυτεχνίτης κι ερημοσπίτης» λέγεται για να δηλώσει ότι αυτός που ασχολείται με πολλές τέχνες δεν ευδοκιμεί τελικά σε καμία.… …   Dictionary of Greek

  • Dimitris Nikolaidis — For other uses, see Nikolaidis. Dimitris Nikolaidis Born 1922 Asia Minor (now Turkey) Died January 1993 Athens, Greece …   Wikipedia

  • Marika Krevata — Marika Kotopouli Μαρίκα Κρεβατά Born 1910 Athens, Greece Died September 14, 1994 …   Wikipedia

  • Nikitas Platis — Νικήτας Πλατής Born 1912 Amorgos, Greece Died November 14, 1984 Greece Occupation actor Nikitas Platis (Greek: Νικήτας Πλατής, 1912 in Amorgos November 14, 1984 in Athens) was a Greek actor in theater and movi …   Wikipedia

  • ερημοσπίτης — ο [ερημόσπιτο] 1. αυτός που το σπίτι του δυστυχεί, στερείται τα απαραίτητα, που έχει το σπίτι του στερημένο από τα αναγκαία εφόδια 2. αυτός που δεν πρόκοψε, ο απόκληρος τής ζωής «απρόκοφτος κι ερημοσπίτης») 3. παροιμ. «πολυτεχνίτης κι… …   Dictionary of Greek

  • παντεχνίτης — ὁ, Μ πολυτεχνίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + τεχνίτης] …   Dictionary of Greek

  • πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …   Dictionary of Greek

  • πολυδούλης — ο, Ν αυτός που καταπιάνεται με πολλές δουλειές, πολυτεχνίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δουλεύω / δουλειά (πρβλ. μερο δούλης)] …   Dictionary of Greek

  • πολυτέχνης — ὁ, Α αυτός που γνωρίζει πολλές τέχνες, ο ασκημένος σε πολλές τέχνες, πολυτεχνίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + τέχνης (< τέχνη), πρβλ. αριστο τέχνης. Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργητική σημασία] …   Dictionary of Greek

  • πολυτεχνάς — ο, Ν πολυτεχνίτης («πού πηγαίνεις κακή τύχη; Στού πολυτεχνά το σπίτι», παροιμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. πολύτεχνος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”